Ο Πόντος
Εδώ στη ξενιτιά με μαύρο δάκρυ
αναπολώ τα χαμένα εδάφη.
Όσα χρόνια και να περάσουν,
ποτέ δεν θα ξεχάσουν.
Τα μάτια ποτέ δε θα στεγνώσουν
απο τα μαύρα δάκρυα του Πόντου.
Αχ,Πόντε μου καλέ,ποτέ δεν θα ξεχάσω
και πάντα θα φωνάζω για την γενοκτονία.
Πάντα θα είσαι ενα κομμάτι της πληγωμένης μου καρδιάς.
Θα σε κουβαλάω για πάντα και ας πέρασαν τα χρόνια.
Ο ξεριζωμός του Πόντου δεν έχει επιστροφή.
Όλος ο Πόντος έχει πληγωθεί.
Όλες οι καρδιές έχουν πληγωθεί.
Ο κατατρεγμός, οι δολοφονίες, οι περιουσίες,
ο πόνος, η θλίψη,η προσφυγιά δεν θα ξεχαστούν ποτέ.
Χαρίτος Ευτυχίου
Ε ́ τάξη
Ποντιακός Ελληνισμός
Αντάρτε μ’ σα ψηλά ρασιά
ποιος μαγειρέβ’ και φάισε;
Ποιος πλεν’ και τα λιώματας
κάθε Σάββα αλάισε;
Αντάρτε μ’ επαρεξένκασε
το σπίτι μ’ εφκαίρωθεν,
Ελάπα το και σιαιρουμαν
το όπλον ντε φορτώθες.
Ανάθεμαν Κίσα – Μματζακ
το κουντόν ποδάρι σ’.
Έρθανε και αντάρτες μας
κι επήραν το κεφάλι σ’.
Ιακωβία Γρουτίδου
Ε’ τάξη
Το ημερολόγιο μιας γενοκτονίας
Νιώθω...
Φόβο, γιατί πίσω μου σκοτώνονται άνθρωποι...
Τρόμο, επειδή δεν ξέρω πού να κρυφτώ...
Οργή, διότι αναγκάστηκα να αφήσω την πατρίδα μου...
Θλίψη, για τους αγαπημένους που χάθηκαν,
για τα ορφανά, για τους αγνοουμένους...
Θυμό, για τους τόσους πρόσφυγες ...
Κούραση, επειδή δεν αντέχω άλλο να περπατώ, να πεινώ, να διψώ...
Ελπίδα, γιατί βρέθηκε η νέα χώρα...
Δικαίωση, όταν ορίστηκε ως Γενοκτονία...
Αναμονή για μία και μόνο συγγνώμη,
για να γαληνέψουν οι αδικοχαμένες ψυχές του Πόντου.
Μιχαήλ Λοϊζου,
Ε ́ τάξη
Μάνα τζαι Παναΐα μου, ειρήνη να μας φέρεις....
Ποττέ μου δεν κατάλαβα,
δεν ξέρω τι σημαίνει.
Με τόση βαρβαρότητα
Θεέ μου, τι μας περιμένει.
Κόσμος απλός τζαι τίμιος
εζιούσε στα χωρκά του
με κόπους τζι αναστεναμούς
να ζήσει τα παιθκιά του.
Τούτ' η γιαγιά που έκλαιεν
ελάλεν για τον Πόντο
μα το στομάσχην της χολή
της φκαίναν κόμπο κόμπο.
Η μάνα της τους έσασεν
να φάσιν τζαι να πιούσιν
αντάμα με τον τζύρη της
τζη Τούρτζοι να χαρούσιν.
Όμως στο νου τους είχασιν
κακό σκοπό να κάμουν
τζαι μόλις εσουρούπωνεν
σπαθκιά ήτουν να φκάλουν.
Σκοτώσαν τον πατέρα της
τζαι τζείνοι τρομαγμένοι
βουρήσασιν για να σωθούν
πολλά φοϊτσασμένοι.
Άλλους μες τις εκκλησιές
μπουλούκια τους εβάλλαν
φωθκιάν τους εδιούσασιν
τζαι κρούζαν μες το κλάμαν.
Παρπατητούς μερόνυκτα
τους έπαιρναν ακόμα
εγύρναν που την ποστασσιάν
τζι απλώθασιν στο χώμα.
Απού το μίσος το πολύ
για την ορθοδοξία
του Έλληνα να σβήσουσιν
κάθε λοής αξία.
Με τον πατέρα μου εγώ
θκιαβάζω ιστορία
τζαι με θωρεί τζαι τον θωρώ,
γεμάτοι απορία.
Μέσα ακούουνται φωνές
στα φύλλα τα σσισμένα
τζαι μόλις τα τελειώσουμεν
εν πάντα μουσσιεμένα.
Ποττέ μου εν κατάλαβα
δεν ξέρω τι συμβαίνει,
με τόση βαρβαρότητα
Θεέ μου, τι μας περιμένει.
Μάνα τζαι Παναία μου
λυπήθου μας που ξέρεις,
που πόνο τζαι μαρτύριο,
ειρήνη να μας φέρεις....
Μετάφραση από την κυπριακή διάλεκτο
Μάνα και Παναγία μου, ειρήνη να μας φέρεις....
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
δεν ξέρω τι σημαίνει.
Με τόση βαρβαρότητα
Θεέ μου, τι μας περιμένει.
Κόσμος απλός και τίμιος
ζούσε στα χωριά του
με κόπους και αναστεναγμούς
να ζήσει τα παιδιά του.
Τούτη η γιαγιά που έκλαιγε
έλεγε για τον Πόντο
μα το στομάχι της χολή
της βγαίναν κόμπο κόμπο.
Η μάνα της τους έβαλε
να φάνε και να πιούνε
μαζί με το πατέρα της
κι Τούρκοι να χαρούνε.
Όμως στο νου τους είχανε
κακό σκοπό να κάνουν
κι όταν θα βράδιαζε
σπαθιά είχαν να βγάλουν.
Σκότωσαν τον πατέρα της
και εκείνοι τρομαγμένοι,
τρέξανε για να σωθούν
αφάνταστα φοβισμένοι.
Άλλους μέσα στις εκκλησίες
μαζεμένους τους εβάζαν
φωτιά τους ανάβανε
και καίγονταν μέσα στο κλάμα.
Περπατητούς μερόνυχτα
τους έπαιρναν ακόμα,
γέρνανε από την εξάντληση
και πέφτανε στο χώμα.
Από το μίσος το πολύ
για την ορθοδοξία
του Έλληνα να σβήσουνε
με κάθε τρόπο την αξία.
Με τον πατέρα μου εγώ
διαβάζω ιστορία
και με κοιτά και των κοιτώ,
γεμάτοι απορία.
Μέσα ακούγονται φωνές
στα φύλλα τα σχισμένα
και μόλις τα τελειώνουμε
είναι πάντα τους βρεγμένα.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα
δεν ξέρω τι συμβαίνει,
με τόση βαρβαρότητα
Θεέ μου, τι μας περιμένει.
Μάνα και Παναγία μου
λυπήσου μας που ξέρεις
από πόνο και μαρτύριο
ειρήνη να μας φέρεις....
Μαριάμ Χαρή
Ε’ τάξη